πολύοικος

πολύοικος
η, -ο, Ν
1. (για παράσιτα φυτά) αυτός που μπορεί να ζήσει επάνω σε διάφορους ξενιστές
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολύοικα
διάφορα κρυπτογαμα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyoicous < πολυ-* + οικία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”